βουβότης

βουβότης
βου-βότης, ου, ,
A giving pasture to cattle,

πρῶνες Pi.N.4.52

.
2 as Subst., herdsman, Id.I.6(5).32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βουβόται — βουβότης giving pasture to cattle masc nom/voc pl βουβότᾱͅ , βουβότης giving pasture to cattle masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβόταν — βουβότᾱν , βουβότης giving pasture to cattle masc acc sg (epic doric aeolic) βουβότης giving pasture to cattle masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”